- αργικός
- ἀργικός, -ή, -όν (Α)αργός (II)*, οκνηρός.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
φιλαργικός — ή, όν, Α 1. αυτός που αγαπά την αργία, οκνηρός 2. φρ. «φιλαργικὸς βίος» ζωή γεμάτη υλικές απολαύσεις. [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + ἀργικός «οκνηρός» (< ἀργός [II])] … Dictionary of Greek